Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Γιάννης Πρόφης Το πανηγύρι και το αρνί της Ασήμως











Το πανηγύρι και το αρνί της Ασήμως

Γράφει ο Γιάννης Πρόφης

Έφτασε η γιορτή Αναλήψεως, μέρα πανηγυριού, κι όλο το χωριό, παραμονή κι ανήμερα, γιόρταζε. Από μέρες οι νοικοκυραίοι είχανε συγυρίσει τα σπίτια τους, είχανε περιποιηθεί τις αυλές και τ’ ανοιξιάτικα λουλούδια τους κι είχαν ασβεστώσει τους κορμούς των δέντρων και τους μαντρότοιχους, μέσα κι έξω. Στον κεντρικό δρόμο τα καφενεία, οι ταβέρνες και τ’ άλλα μαγαζιά ήταν απ’ έξω στολισμένα με κλαδιά από βάγια, φοίνικες και μουριές. Τα χασάπικα ήταν γεμάτα με σφαχτά που κρέμονταν στα τσιγκέλια και τα μανάβικα γεμάτα από φρούτα, μήλα, ροδάκινα και μούσμουλα, μέχρι και κεράσια είχανε φέρει. Είχαν έρθει κι οι πραματευτάδες, που πουλάγανε τόπια, σβούρες, σφυρίχτρες, μύλους, καθρεφτάκια κι άλλα παιχνίδια για παιδιά. Κι όπως πάντα, η λατέρνα, το ροσόλι, ο γύφτος με την αρκούδα κι ο άλλος με τη μαϊμού. Κι όλος ο κόσμος, ντυμένος με τα καλά του ρούχα, πλημμύριζε το δρόμο και την εκκλησία.

Ανήμερα της γιορτής, στο σπίτι του μπάρμπα-Σπύρου ξύπνησαν όλοι πρωί – πρωί, φόρεσαν τα γιορτινά τους και με το πρώτο χτύπημα της καμπάνας ξεκίνησαν για την εκκλησία, γονείς και παιδιά. Όλοι, εκτός από τη μεγάλη κόρη, την Ασήμω. Εκείνη είχε άλλα καθήκοντα να κάνει: Θα έσφαζε το αρνί που είχανε στη μάντρα, θα το έγδερνε, θα το ετοίμαζε και θα το έψηνε στο φούρνο με πατάτες. Στην οικογένειά της τρέφανε πάντοτε αρνιά, γίδια κα πρόβατα, που τα πουλάγανε, κι από μικρή ήξερε να σφάζει και να γδέρνει. Ήτανε δυνατό κορίτσι και στις αντρικές δουλειές τα κατάφερνε μια χαρά. Και το πασχαλινό αρνί αυτή το είχε ετοιμάσει με μεγάλη επιτυχία. Και τώρα έβαλε τα δυνατά της, γιατί το μεσημέρι θα τρώγανε μαζί με τους κουμπάρους, που την είχαν βαφτίσει, και θα έρχονταν από την Αθήνα.

Φύγανε το λοιπόν οι άλλοι για την εκκλησία κι η Ασήμω έμεινε μόνη στο σπίτι. Πήρε το μαχαίρι, μπήκε στη μάντρα, έπιασε το σγουρόμαλλο αρνάκι και χωρίς ευαισθησίες το ’σφαξε, σα να ’κανε μια οποιαδήποτε συνηθισμένη δουλειά. Το κρέμασε μετά στο τσιγκέλι ανάποδα, το ’γδαρε και πέταξε το τομάρι μακριά. Έριξε κατόπι ξύλα κι άναψε το φούρνο που ’χανε στο χαγιάτι, στο βάθος της αυλής, για να ’ταν έτοιμος. Καθάρισε μετά τις πατάτες και τις έκοψε. Πήρε το μεγάλο ταψί, έβαλε μέσα λάδι, τις πατάτες και τ’ αρνί, το αλάτισε και το ’ριξε στο φούρνο. Πήγε μετά να συγυρίσει το καλό δωμάτιο και να στρώσει το μεγάλο τραπέζι που θα κάθονταν η οικογένεια με τους κουμπάρους. Έβαλε το καλό τραπεζομάντιλο, μαχαιροπήρουνα, πιάτα και ποτήρια, όλα εντάξει. Μετά φόρεσε το γιορτινό της φόρεμα, το καλό μαντίλι στο κεφάλι, στολίστηκε και περίμενε.

Οι γονείς και τ’ αδέρφια της, άκουσαν τη λειτουργία στη λαμπροφορεμένη εκκλησιά κι ακολούθησαν την περιφορά της εικόνας, με τα λάβαρα, τον μητροπολίτη, τους παπάδες και τους επίσημους. Στην κεντρική πλατεία συνάντησαν και τους κουμπάρους από την Αθήνα, που τους περίμεναν εκεί, όπως είχανε συνεννοηθεί πριν από μέρες. Χαιρετούρες, χαρές και φιλιά. Ο μπάρμπα-Σπύρος τους κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι κάτω από τα πεύκα της πλατείας και τους κέρασε λεμονάδα και βανίλια – υποβρύχιο. Με την κουβέντα πέρασε η ώρα ευχάριστα. Το πιο ενδιαφέρον όμως ήταν αυτό που είπε η κουμπάρα: «Κάτι έχω το μυαλό μου για την Ασήμω, τους είπε˙ ξέρω ένα καλό παιδί στην Αθήνα και γρήγορα θα σας το κάνω προξενιό...».

Πλησίαζε τώρα το μεσημέρι και σηκωθήκανε από την πλατεία να πάνε στο σπίτι, για το μεσημεριανό τραπέζι. Στο δρόμο ο μπάρμπα-Σπύρος τους είπε για το καλό φαγητό που ετοίμαζε η Ασήμω. Πέρασαν την αυλόπορτα κι οι ξένοι θαύμασαν την ωραία ασβεστωμένη αυλή, με τ’ ανθισμένα δέντρα, τις βιολέτες και τ’ άλλα λουλούδια, που σκόρπιζαν ευωδιές. Η Ασήμω τους υποδέχτηκε με χαρές και γέλια, φίλησε το χέρι του νουνού και της νουνάς και τους οδήγησε στο δωμάτιο. «Πωπώ, πώς μεγάλωσες, έγινες κοπέλα της παντρειάς, ψηλή και όμορφη! Άντε, κι εγώ θα σου βρω ένα καλό γαμπρό!» πέταξε τη σπόντα η κουμπάρα.

Όμως στη μύτη της θειάς Σπύραινας έφτασε σε λίγο μια άσχημη μυρουδιά. Δεν ήταν από κάψιμο, κάτι άλλο ήταν, που δεν μπορούσε να καταλάβει. «Περίεργο, σκέφτηκε, αντί να μοσκομυρίζει ο τόπος από το αρνί που ψήνεται, κάτι άσκημο μου βρομάει!» Τράβηξε παράμερα την κόρη της και τη ρώτησε: «Μόι το φαΐ τι γίνεται; Το προσέχεις;» «Ψήνεται, έτοιμο θα είναι... Πάμε να το βγάλουμε από το φούρνο» απάντησε αυτή. Προχωρήσανε προς το χαγιάτι κι όσο πλησίαζαν, τόσο η μυρουδιά γινόταν και πιο ανυπόφορη. Η μάνα τράβηξε μ’ ανυπομονησία το σιδερένιο σκέπασμα του φούρνου και τι να δει: Το αρνί ήταν σκεπασμένο με μια σκούρα λαδοπράσινη ψημένη κρούστα, ενώ οι πατάτες κολυμπούσαν μέσα σ’ ένα αηδιαστικό σε χυλό, που είχε το ίδιο χρώμα. Μια μπόχα ξεχύθηκε από μέσα και τους έφερε λιγοθυμιά. «Μόι τι έχεις κάνει εδώ, μόι αρναούτε; Το αρνί μας είν’ αυτό;» φώναξε η μάνα. Η κόρη σάστισε, έχασε τα λόγια της, δεν ήξερε τι να πει. Η μάνα βούλωσε τη μύτη της με την άκρη του μαντηλιού της και τράβηξε με το φτυάρι το ταψί προς τα έξω. Το κοίταξε προσεχτικά κι είδε την κοιλιά του αρνιού σκασμένη σαν από έκρηξη ηφαιστείου. Ο χυλός του στομαχιού, με μισοχωνεμένα χορτάρια και άχυρα, είχε περιλούσει όλο το ταψί. «Μίλα, μόι ερημάδε, τι έκανες εδώ; Έγδαρες το αρνί και δεν άνοιξες την κοιλιά του να βγάλεις την πατσά και τ’ άντερα; Μόι δεν έχεις καθόλου μυαλό στο κεφάλι σου; Ου, που να ψοφήσεις! Μόι τι θα ταΐσουμε τώρα τους μουσαφιραίους, μόι βαλανιδιάρε;» Από τα μάτια της Ασήμως πετάχτηκαν χοντρά δάκρυα. Καλύτερα ν’ άνοιγε η γης να την καταπιεί. Με τις παλάμες της σκέπασε το πρόσωπό της και χτυπιότανε κάτω. «Ξέχασα, μανούλα μου! Αχ, ξέχασα, εγώ η σκύλα, να τ’ ανοίξω και να βγάλω την πατσά... Πώς το ’παθα αυτό η έρημη;» έλεγε κλαίγοντας γοερά.

Η μάνα της έδωσε μια σπρωξιά για να την παραμερίσει, κι έφυγε. Από την ανοιχτή πόρτα του δωματίου με τους μουσαφιραίους, έκανε κρυφά νόημα στον άντρα της να βγεί έξω. Βγήκε ο μπάρμπα-Σπύρος κι αυτή τον τράβηξε παράμερα και του εξήγησε τι είχε συμβεί. Προχωρήσανε κι οι δυο προς το χαγιάτι για να δει κι αυτός με τα μάτια του. Όταν είδε το θέαμα του ταψιού με το αρνί έμεινε άφωνος. Άρχισε να βρίζει και να βλαστημάει κι έριξε κι ένα χαστούκι στα κατακόκκινα μάγουλα της κόρης του. Ύστερα στάθηκε για λίγο να σκεφτεί και στο τέλος τους είπε το σχέδιό του: «Σταματήστε τα κλάματα, να μη μας πάρουνε χαμπάρι οι κουμπάροι. Θα τους πούμε ότι φαΐ ήταν έτοιμο από νωρίς κι η Ασήμω έβγαλε έξω το ταψί και τ’ άφησε στο πεζούλι του φούρνου. Κι όταν ήρθε μετά μέσα να στρώσει το τραπέζι, οι γάτες της γειτονιάς πέσανε στο ταψί, φάγανε το αρνί και τα μαγαρίσανε όλα... Εσείς βγάλτε έξω τα κάρβουνα που ’χουνε μείνει στο φούρνο, ανάφτε κι άλλη φωτιά, κι εγώ πάω στο χασάπικο να φέρω μπριτζόλες να ψήσουμε.

Η μάνα σκούπισε τα δάκρυά της, ενώ η κόρη εξακολουθούσε να κλαίει. «Σταμάτα, να κλαις, σκατο-κουτουμπάνα, και βγάλε το σκασμό, της είπε˙ γιατί άμα μάθει η κουμπάρα ότι είσαι παλαβιάρα, δε θα μας κάνει το προξενιό που μας έταξε...». Και της έριξε και μια στριφτή τσιμπιά ψηλά στο μπούτι. Πήρε μετά το ταψί, πήγε στο κοτέτσι κι άδειασε το φαγητό εκεί, για να το φάνε οι κότες.

Στο μεταξύ γύρισε κι ο μπάρμπα-Σπύρος από το χασάπικο με τις αρνίσιες μπριτζόλες στα χέρια. Τις έδωσε στις γυναίκες κι έτρεξε στο δωμάτιο να εξηγήσει στους κουμπάρους τι είχε συμβεί με το φαγητό. Τα μπάλωσε κάπως τα πράματα και ζήτησε συγγνώμη για την καθυστέρηση. «Δεν πειράζει, είπαν αυτοί, αυτά είναι πράματα που συμβαίνουνε...» Οι γυναίκες ρίξανε τις μπριτζόλες στη σκάρα, τις ψήσανε ωραία, τις βάλανε σε πιατέλες και τις φέρανε στο τραπέζι. Μαζί με τα σαλατικά, τα τυριά, το φρέσκο ψωμί και το κρασί, το γεύμα ήταν μια χαρά κι έμειναν όλοι ευχαριστημένοι. Και το πιο σπουδαίο ήταν ότι μετά από τρεις μήνες το προξενιό έγινε και πέτυχε. Κι ούτε γάτα ούτε ζημιά...
ΠΗΓΉ :
http://www.mesogianews.gr/index.php?ID=laografia&Rec_ID=2334





Πρόφης, Γιάννης


Ο Γιάννης Πρόφης γεννήθηκε και ζει στο Κορωπί. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Κύρια ενδιαφέροντά του είναι η ζωγραφική και η λαογραφία του τόπου του. Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει οι μουσικοσυνθέτες Διονύσης Αποστολάτος, Θωμάς Κανάκης και Θεόδωρος Χαρίδης. Στα ταξίδια του περιλαμβάνονται η Γροιλανδία (1975) και η Ανταρκτική (1988).




Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2011) Τα σχολεία του Κορωπίου, ΑΩ Εκδόσεις
(2005) Κατοχή, καπνοί και ανεμώνες, ΑΩ Εκδόσεις
(2004) Γεώργιος Σαράντη Παπασιδέρης 1875-1920, ΑΩ Εκδόσεις [κείμενα, εικονογράφηση]
(1999) Οι Γερμανοί ξανά ξανάρχονται, Δωδώνη Εκδοτική ΕΠΕ

http://www.biblionet.gr/author/19743/%CE%93%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82_%CE%A0%CF%81%CF%8C%CF%86%CE%B7%CF%82

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου